Δημοσίευση στο περιοδικό fΖΗΝ

Τα επείγοντα προβλήματα που οφείλονται  σε παθήσεις των αυτιών αποτελούν ορισμένους από τους συχνότερους λόγους αναζήτησης άμεσης ιατρικής βοήθειας από Ωτορινολαρυγγολόγο –αλλά και παθολόγο και παιδίατρο!- καθώς τα συμπτώματά τους είναι έντονα, ιδιαίτερα ενοχλητικά και δύσκολα ξεπερνιούνται χωρίς εξειδικευμένη αντιμετώπιση και θεραπεία.

Συνήθως πρόκειται για φλεγμονές του αυτιού (ωτίτιδες), τόσο του εξωτερικού, όσο και του μέσου, αλλά και για την εξαιρετικά συχνή απόφραξη του πόρου από κυψελίδα (το γνωστό βύσμα).

Διακρίνουμε αρκετά διαφορετικά είδη οξείας ωτίτιδας, με συχνότερες την Εξωτερική Ωτίτιδα (ΕΩ) και την Οξεία Μέση Ωτίτιδα (ΟΜΩ), οι οποίες επηρεάζουν το σύνολο του πληθυσμού, και έχουν  ολοετή επίπτωση.

Εντούτοις, επιδημιολογικά καταγράφεται τόσο ηλικιακή όσο και εποχιακή κατανομή. Έτσι, η μεν ΕΩ θεωρείται νόσος των θερμών μηνών και συνδυάζεται με την έκθεση στο νερό και τα θαλασσινά μπάνια, ενώ η ΟΜΩ θεωρείται κυρίως νόσος των ψυχρών μηνών και των παιδιών και συνδυάζεται με τις λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού.

Στη χώρα μας, όπου αφενός η διάρκεια της θερινής περιόδου είναι μεγαλύτερη από άλλες χώρες, και αφετέρου η πρόσβαση στη θάλασσα εύκολη και δεδομένη, για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, τα θερινά ωτολογικά προβλήματα εξακολουθούν να μας απασχολούν και τους φθινοπωρινούς μήνες, ενίοτε δε και ακόμα περισσότερο.

 Θα αναφερθούμε συνοπτικά στα πλέον διαδεδομένα από τα επείγοντα προβλήματα των αυτιών, στις αιτίες που τα προκαλούν, στην αντιμετώπισή τους, αλλά και στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να τα προλάβουμε ή να τα αποφύγουμε, διασφαλίζοντας ξένοιαστους μήνες διακοπών, αλλά και εργασίας.

Προβλήματα από τα αυτιά (ή, τα αυτιά σας και τα μάτια σας!)

Σχεδόν όλες οι καταστάσεις που αφορούν στα αυτιά εκδηλώνονται με ωταλγία (πόνο), σε συνδυασμό με απώλεια ακοής (βαρηκοϊα), εμβοές (βουητό) ή και παρουσία υγρού στο αυτί (ωτόρροια), ενώ μπορεί να συνυπάρχει και ίλιγγος. Ο Ωτορινολαρυγγολόγος, με βάση το ιστορικό και την κλινική εξέταση (που περιλαμβάνει ωτοσκόπηση και ωτομικροσκόπηση), θα διακρίνει την αιτία στην οποία οφείλονται τα συμπτώματα, θα θέσει τη διάγνωση και θα  θεραπεύσει, προβαίνοντας στις απαιτούμενες ενέργειες και χορηγώντας την κατάλληλη αγωγή.

Οι συνηθέστερες αιτίες των προβλημάτων του καλοκαιριού-και όχι μόνο- από τα αυτιά είναι οι παρακάτω:

 

  • Απόφραξη αυτιού από κυψελίδα (κερί): ίσως η πιο συνηθισμένη αιτία ενόχλησης από το αυτί, που οδηγεί σε αναζήτηση ΩΡΛ, καθώς συνοδεύεται από μπούκωμα, βαρηκοϊα, βουητό, ακόμα και πόνο και προκαλεί έντονη δυσφορία στον ασθενή.

Η κυψελίδα (κερί) είναι φυσιολογικό προϊόν των κυττάρων του έξω ακουστικού πόρου του αυτιού και ο ρόλος της είναι προστατευτικός. Ο οργανισμός μας έχει δικό του μηχανισμό απομάκρυνσης της, ώστε ο πόρος του αυτιού να παραμένει βατός. Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, η κυψελίδα συσσωρεύεται και αποφράσσει τον έξω ακουστικό πόρο, αποτελώντας ένα από τα – τυπικά - μη επείγοντα, αλλά -  ουσιαστικά -  «επείγοντα» της ειδικότητας μας. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε γιατί υπάρχει αυξημένη παραγωγή από τον οργανισμό, είτε γιατί η κατασκευή του αυτιού δεν επιτρέπει την απομάκρυνση της (στενός έξω ακουστικός πόρος, παρουσία εξοστώσεων), είτε –και συνηθέστερα- επειδή εμείς, κοντράροντας τη φύση, χρησιμοποιούμε τις γνωστές μπατονέτες, παρεμποδίζοντας στην πράξη την αποβολή της κυψελίδας.

Ειδικά όμως το καλοκαίρι, η ύπαρξη σημαντικής ποσότητας κυψελίδας μέσα στον έξω ακουστικό πόρο μπορεί με την επίδραση του νερού, που απορροφάται  από αυτήν και τη διογκώνει, όπως φουσκώνει το νερό ένα σφουγγάρι, να οδηγήσει σε πλήρη απόφραξη αυτού. Η αντιμετώπιση απαιτεί την επίσκεψη σε ΩΡΛ, για καθαρισμό ώτων. Αυτός μπορεί να γίνει με διάφορες μεθόδους, κατά την εκτίμηση του γιατρού, όπως η αφαίρεση του βύσματος με άγκιστρο, η αναρρόφησή του ή –σπανιότερα πλέον- η πλύση. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία. Μία προληπτική εξέταση και καθαρισμός πριν τις διακοπές ή την έναρξη της κολυμβητικής περιόδου, μπορεί να λειτουργήσει σωτήρια και να μας γλιτώσει από την ταλαιπωρία εν μέσω διακοπών.

 

  • Εξωτερική ωτίτιδα (το αυτί του κολυμβητή-swimmer’s ear): πρόκειται για τη συχνότερη πιθανότατα λοίμωξη του καλοκαιριού. Περίπου το 1% των ανθρώπων νοσεί από αυτή κάθε χρόνο, οι περισσότεροι εκ των οποίων τους θερινούς μήνες, ενώ το 10% των ανθρώπων συνολικά θα εκδηλώσουν τη λοίμωξη τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Επιπλέον, η όλο και περισσότερο διαδεδομένη χρήση κολυμβητηρίων ολοετώς για άθληση, έχει επεκτείνει την επίπτωση της πάθησης και στους λοιπούς μήνες πέραν των θερινών.

Η εξωτερική ωτίτιδα είναι μία φλεγμονή του δέρματος στον έξω ακουστικό πόρο του αυτιού, ο οποίος ξεκινά από το πτερύγιο του αυτιού και καταλήγει στο τύμπανο.

Οι ασθενείς παραπονούνται για μία μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων, που ξεκινούν από ήπια δυσφορία και κνησμό (φαγούρα), αίσθημα βάρους, ευαισθησία και-κατά μείζονα λόγο- ωταλγία (πόνο στην περιοχή του αυτιού), αλλά ενδέχεται να εξελιχθούν σε ωτόρροια (εκροή υγρού από τον πόρο), οίδημα και απόφραξη του πόρου με συνοδό βαρηκοϊα, ενώ σε μερικές περιπτώσεις παρατηρείται και ερυθρότητα, οίδημα και ευαισθησία του πτερυγίου του αυτιού.

Προκαλείται από μικροοργανισμούς, κυρίως βακτήρια (90%), και σε μικρότερο ποσοστό και μύκητες. Τα βακτήρια αυτά, συνηθέστερα η ψευδομονάδα και ο σταφυλόκοκκος, φιλοξενούνται ούτως ή άλλως στο δέρμα του πόρου και υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν προκαλούν προβλήματα, αλλά συμβιώνουν αρμονικά μαζί μας. Όταν όμως συντρέχουν οι συνθήκες που θα περιγράψουμε παρακάτω, τότε βρίσκουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν περαιτέρω, αποκτούν λοιμογόνο δράση και προκαλούν την ωτίτιδα.

Οι παράγοντες αυτοί, που λειτουργούν προδιαθεσικά για την εμφάνιση της εξωτερικής ωτίτιδας, είναι:

  • Ανατομικοί: στενός έξω ακουστικός πόρος, παρουσία εξοστώσεων
  • Περιβαλλοντικοί: η υγρασία, ειδικά τους θερινούς μήνες, με τη συχνή έκθεση σε νερό λόγω κολύμβησης (από όπου προέκυψε και ο όρος «αυτί του κολυμβητή»-swimmer’s ear)
  • Δερματικοί: παθήσεις του δέρματος (έκζεμα, ψωρίαση, κα)
  • Τραύμα: από ξένα σώματα, χρήση μπατονέτας, ακουστικά βαρηκοϊας, καθαρισμό
  • Συστηματικές παθήσεις: σακχαρώδης διαβήτης, ανοσοκαταστολή
  • Άλλοι παράγοντες: ερεθιστικοί (όπως σαμπουάν), ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, χειρουργικές επεμβάσεις, στρες

Η διάγνωση θα γίνει με την κλινική εξέταση από τον Ωτορινολαρυγγολόγο, και η αντιμετώπιση συνίσταται στην πλειονότητα των περιπτώσεων στην χορήγηση τοπικής θεραπείας με τη μορφή σταγόνων, αναλγησίας και στην αποφυγή έκθεσης στους αιτιολογικούς παράγοντες, με κυριότερη την αποφυγή της διαβροχής. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν η λοίμωξη έχει προχωρήσει τόσο ώστε να αποφράξει τον πόρο του αυτιού, μπορεί να χρειαστεί η τοποθέτηση μίας μικρής γάζας εμποτισμένης σε φάρμακο σε αυτόν. Αν και κάπως επώδυνος, αυτός ο χειρισμός είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός στην γρήγορη αποδρομή του οιδήματος. Αν συνυπάρχει ωτόρροια, ενδέχεται να χρειαστεί και καλλιέργεια του εκκρίματος, ώστε να επιβεβαιωθεί ο αιτιολογικός παράγοντας. Τέλος, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είτε όταν η φλεγμονή έχει παραμεληθεί, είτε όταν υπάρχουν σοβαροί προδιαθεσικοί παράγοντες, όπως ο διαβήτης, μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση αντιβιοτικών από το στόμα, κάποτε δε και νοσηλεία.

Σε γενικές γραμμές όμως, η λοίμωξη είναι ήπια, αντιμετωπίζεται εύκολα και το κυριότερο, μπορούμε να την αποφύγουμε τηρώντας κάποιες βασικές αρχές:

  • Μην χρησιμοποιείτε μπατονέτες, ή οτιδήποτε άλλο «εργαλείο» για τον καθαρισμό των αυτιών-έχει φροντίσει για αυτό η μητέρα-φύση!
  • Αποφύγετε την κολύμβηση σε μολυσμένα νερά
  • Αν έχετε ευαισθησία, στεγνώστε καλά με σεσουάρ την περιοχή των αυτιών μετά το μπάνιο
  • Χρησιμοποιείστε τις κατάλληλες για εσάς ωτοασπίδες, με προσοχή και τηρώντας τους κανόνες υγιεινής
  • Μην εφαρμόζετε αυτοσχέδιες θεραπείες. Αν έχετε ωταλγία πάρτε ένα παυσίπονο χάπι μόνο, και αναζητείστε τον ειδικό

 

  • Οξεία Μέση ωτίτιδα: είναι η οξεία φλεγμονή του μέσου ωτός, δηλαδή της κοιλότητας που υπάρχει στο βάθος του έξω ακουστικού πόρου, πίσω από το τύμπανο.

 Οφείλεται σε λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος και εκδηλώνεται κυρίως με πόνο, σε συνδυασμό όμως με προϋπάρχοντα  ρινικά συμπτώματα (καταρροή, μπούκωμα). Μπορεί να προκαλέσει και –παροδική- βαρηκοϊα. Αν και συνήθως τους θερινούς μήνες η συχνότητα αυτών των λοιμώξεων μειώνεται δραματικά σε σχέση με το χειμώνα, εξακολουθούν να εκδηλώνονται και να καταγράφονται. Σε αυτό συμβάλλουν καταστάσεις όπως οι αλλεργίες, τα κρυολογήματα και οι μεγάλες μεταβολές της θερμοκρασίας με τη χρήση κλιματιστικών.

Στην περίπτωση που εμφανίσουμε αυτό το συνδυασμό συμπτωμάτων, είναι απαραίτητη η επίσκεψη σε ΩΡΛ, που θα κάνει τη διάγνωση, αλλά και τη διαφορική διάγνωση, από άλλες μορφές ωτίτιδας. Η θεραπεία απαιτεί συνήθως αντιβιοτική αγωγή από το στόμα και αναλγησία, ώστε εκτός από τη θεραπεία να αποφευχθούν και πιθανές επιπλοκές. Και εδώ συνιστάται η αποφυγή διαβροχής του αυτιού, τουλάχιστον για τις πρώτες ημέρες. Γενικότερα, πάντως, σε κάθε περίπτωση πόνου στο αυτί, συνιστάται η λήψη αναλγητικού από του στόματος και η αποφυγή οποιασδήποτε άλλης αγωγής μέχρι να υπάρξει εκτίμηση από τον ειδικό γιατρό.

Οι οξείες ωτίτιδες στον παιδιατρικό πληθυσμό αποτελούν ένα μεγάλο ξεχωριστό κεφάλαιο, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ηλικίας, και για το λόγο αυτό θα αναφερθούμε εκτενέστερα και αναλυτικά σε ξεχωριστό άρθρο αφιερωμένο σε αυτές.

 

  • Αερωτίτιδα-Βαρότραυμα Μέσου Ωτός: πρόκειται για μια μορφή ωτίτιδας που προκαλείται από μεγάλες μεταβολές στην εξωτερική ατμοσφαιρική πίεση, τις οποίες δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει επιτυχώς ο οργανισμός.

Το μέσο ους επικοινωνεί με τη μύτη, μέσω ενός σωληνίσκου, της ευσταχιανής σάλπιγγας. Αυτή αποτελεί κατά κάποιο τρόπο,  το σύστημα «εξαερισμού» του αυτιού, αλλά και τον ρυθμιστή πίεσης του συστήματος μύτη-αυτί. Η λειτουργία της εξαρτάται από την ηλικία και την κατάσταση του βλεννογόνου της μύτης και του ρινοφάρυγγα. Η κακή ή ελλιπής λειτουργικότητά της, σε συνδυασμό με τις ακραίες μεταβολές πίεσης, μπορεί να οδηγήσει σε αρκετές παθολογικές καταστάσεις, μία εκ των οποίων είναι το βαρότραυμα.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σύνηθες στις αεροπορικές πτήσεις, κατά τη διάρκεια της απογείωσης και της προσγείωσης και λόγω των συχνών ταξιδιών με αεροπλάνο κατά τις μετακινήσεις των διακοπών, εμφανίζει αυξημένη επίπτωση τους καλοκαιρινούς μήνες, χωρίς να απουσιάζει και τους υπόλοιπους, καθώς η διακίνηση πλέον των πληθυσμών παγκοσμίως βαίνει αυξανόμενη. Εκδηλώνεται και αυτή με δυνατό πόνο (ωταλγία), συνηθέστερα κατά την άνοδο ή κάθοδο του αεροπλάνου και μπορεί να συνδυάζεται και με μείωση της ακοής, εμβοές ή και ωτόρροια. Κι εδώ η αντιμετώπιση προϋποθέτει την διάγνωση από εξειδικευμένο γιατρό, αλλά, ευτυχώς, υπάρχει και η δυνατότητα πρόληψης. Συγκεκριμένα:

  • η μάσηση τσίκλας ή καραμέλας κατά την απογείωση και προσγείωση
  • η αποφυγή μετακινήσεων αν υπάρχει έντονη λοίμωξη και συμφόρηση του ανώτερου αναπνευστικού και
  • η χορήγηση αποσυμφορητικών σταγόνων ή σπρέι μισή ώρα πριν την απογείωση και την προσγείωση του αεροπλάνου

 μπορεί να συμβάλλουν θετικά στην αποφυγή της αερωτίτιδας.

 

  • Διάτρηση τυμπάνου: συνήθως αποτελεί επιπλοκή μίας μέσης ωτίτιδας, αλλά ειδικά τους θερινούς μήνες μπορεί να προκληθεί και με μηχανικό-τραυματικό τρόπο, κατά την ενασχόληση με τα θαλάσσια σπορ.

Στην πρώτη περίπτωση, μία οξεία μέση ωτίτιδα που δεν αντιμετωπίσθηκε εγκαίρως ή αντιμετωπίσθηκε πλημμελώς, ειδικά σε ασθενείς με πεσμένη άμυνα του οργανισμού, μπορεί να οδηγήσει στην διάτρηση του τυμπάνου, καθώς το πύον που συσσωρεύεται στο μέσον ους αναζητά διέξοδο. Η χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής, η αποφυγή διαβροχής και η αναμονή και παρακολούθηση, ώστε να υποχωρήσει η ωτόρροια αποτελούν τα πρώτα μέτρα αντιμετώπισης που θα συστήσει ο εξειδικευμένος Ωτορινολαρυγγολόγος.

Στη δεύτερη περίπτωση, μία απότομη πτώση-πρόσκρουση στο νερό με μεγάλη δύναμη ή μία μεγάλη μεταβολή της πίεσης, όπως κατά τη διάρκεια καταδύσεων, ενδέχεται να προκαλέσουν αυτή την κάκωση. Ο ισχυρός πόνος μικρής διάρκειας και η επακόλουθη μείωση της ακοής, με ή χωρίς εμβοές ή και ίλιγγο, θα μας κάνουν να υποψιαστούμε μία διάτρηση. Αν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί, η αντιμετώπιση που θα προτείνει ο εξειδικευμένος ιατρός, συνίσταται αρχικά σε προστασία του αυτιού από έκθεση σε νερό και αναμονή, ενώ μπορεί να χορηγηθεί και αντιβιοτική αγωγή προφυλακτικά.

 Στις περισσότερες περιπτώσεις, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, η διάτρηση επουλώνεται φυσικά εντός δύο μηνών από τον τραυματισμό ή την ωτίτιδα. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να απαιτηθεί η χειρουργική αποκατάσταση, με την επέμβαση της τυμπανοπλαστικής.

 

  • Βαρότραυμα έσω ωτός :  πρόκειται για το συνδυασμό ιλίγγου, εμβοών και απώλειας ακοής που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια καταδύσεων. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εκδηλωθούν και μεμονωμένα, αλλά ο συνδυασμός τους είναι συχνότερος στους δύτες. Στην περίπτωση αυτή  ενδέχεται να έχει υποστεί βλάβη ο λαβύρινθος του αυτιού με άμεση επίπτωση στο νεύρο της ακοής και στο νεύρο της ισορροπίας (αιθουσαίο).

 Ο ακριβής μηχανισμός της κάκωσης δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί, εικάζεται όμως πως η διαταραχή της πίεσης των υγρών του λαβυρίνθου μπορεί να προκαλέσει μετατόπιση ή και ρήξη των μεμβρανών του, με την συνακόλουθη βλάβη των νευρικών σχηματισμών. Κάποτε μπορεί να δημιουργηθεί και το λεγόμενο περιλεμφικό συρίγγιο, δηλαδή μία ρήξη της μεμβράνης που διαχωρίζει το μέσο από το έσω ούς και η οποία προκαλεί εκροή της περιλέμφου (του υγρού που κυκλοφορεί στο έσω ους) στο μέσον ους, το οποίο φυσιολογικά έχει αέρα.

Πρόκειται για μια σοβαρή κατάσταση, με επίπτωση στη φυσιολογική δραστηριότητα των ασθενών. Η πρόληψη, με τη σωστή προετοιμασία, εκπαίδευση και τήρηση των κανόνων εξίσωσης στις περιπτώσεις αυτές,  καθώς και η αποφυγή δραστηριοτήτων (κατάδυσης) όταν υπάρχει λοίμωξη του αναπνευστικού και ρινική συμφόρηση, είναι ο πλέον σημαντικός παράγοντας. Αν ωστόσο, διαγνωσθεί κάποιος με τέτοιου τύπου κάκωση του ωτός, απαιτείται αρχικά παραμονή στο κρεβάτι με ανύψωση της κεφαλής και αναμονή, για περίοδο δύο εβδομάδων, για το ενδεχόμενο η ρήξη να επουλωθεί φυσικά. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις ωστόσο, που αυτό δεν συμβαίνει, μπορεί να απαιτηθεί η χειρουργική παρέμβαση, με τη μορφή της ερευνητικής τυμπανοτομίας. Πρόκειται για μια επέμβαση διερεύνησης του μέσου ωτός, με στόχο την ανεύρεση και απόφραξη του σημείου ρήξης και εκροής της περιλέμφου.

 

  • Απώλεια ακοής από θόρυβο: το νεύρο της ακοής είναι ευαίσθητο στην έκθεση σε ισχυρούς θορύβους. Η επίδραση του θορύβου είναι αθροιστική στη διάρκεια της ζωής μας και μπορεί να προκαλέσει απώλεια ακοής τόσο σταδιακά, όσο και απότομα.

Τα ιδιαίτερα θορυβώδη εργασιακά περιβάλλοντα αλλά και η κατάχρηση, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, με την εντονότερη συνήθως νυχτερινή διασκέδαση, της έκθεσης σε δυνατή μουσική, μπορεί να έχουν είναι άμεσα αισθητή επίπτωση στην ακοή. Αυτή γίνεται αντιληπτή:

  • από την ανάγκη να αυξάνει η ένταση της φωνής για την επικοινωνία με τους γύρω
  • από την εμφάνιση βουητού
  • από την εμφάνιση πόνου και
  • από την αλλοίωση της ποιότητας των ήχων του περιβάλλοντος.

Αυτή η επίπτωση μπορεί να είναι παροδική, και συνηθέστερα παρέρχεται σε μερικές ώρες. Ωστόσο, η επιβάρυνση του ακουστικού νεύρου είναι υπαρκτή και μόνιμη, αν και «κρυφή», και αθροίζεται σε βάθος χρόνου, οδηγώντας σε μόνιμη απώλεια ακοής σε όλο και νεαρότερες ηλικίες. Η προφύλαξη από τους δυνατούς ήχους, είτε με την τακτική της αποφυγής τους, είτε με τη χρήση προστατευτικών συσκευών (ωτασπίδων), βρίσκεται αποκλειστικά στο χέρι του καθενός. Εντούτοις, αν μετά από έκθεση σε δυνατούς ήχους τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν δεν υποχωρήσουν, κρίνεται απαραίτητη η εκτίμηση από ΩΡΛ για το ενδεχόμενο οξείας βλάβης του νεύρου της ακοής.

 

Συνοπτικά, η οξείας έναρξης συμπτωματολογία από την περιοχή των αυτιών, δεν πρέπει να υποτιμάται ή να παραβλέπεται. Αντίθετα, είναι κριτικής σημασίας η έγκαιρη αναζήτηση εξειδικευμένης βοήθειας από τον ειδικό ΩΡΛ, ώστε με την άμεση και σωστή ιατρική συνδρομή να τεθεί η ορθή διάγνωση, να εφαρμοσθεί η ενδεδειγμένη θεραπεία και να αποφευχθούν οι –αρκετά σοβαρές- πιθανές επιπλοκές που θα μπορούσαν να προκληθούν. Μην αμελείτε τον πόνο, την απώλεια της ακοής, τις αιφνίδιες εμβοές, την παρουσία υγρού στο αυτί και τον ίλιγγο, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα, είτε, πολύ περισσότερο, σε συνδυασμό. Εκτός από την ανακούφιση της άμεσης αντιμετώπισης μιας οξείας κατάστασης, διαφυλάσσετε και τη γενικότερη υγεία των αυτιών σας, ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα μετάπτωσης σε χρόνιες καταστάσεις, των οποίων η αντιμετώπιση είναι πολύ περισσότερο δυσχερής, πολύπλοκη και χρονοβόρος.